πλάκωση

πλάκωση
η / πλάκωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [πλακώ]
η πλακόστρωση
νεοελλ.
μτφ. αίσθημα δυσφορίας στο στομάχι, στο στήθος ή στην καρδιά, πλάκωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”